αποκούμπι
Προφορά
Ετυμολογία
αποκούμπι αποκουμπώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποκούμπι
✦ στήριγμα: μήπως έχετε κανέν’ αποκούμπι πίσω σας να στηριχτείτε; (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (μτφ. ) προστασία, καταφύγιο: πάντα εδώ στη Σμύρνη έβρισκε σιγουριά κι αποκούμπι η ρωμιοσύνη (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–