απόκοσμος
Προφορά
Ετυμολογία
απόκοσμος από + κόσμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απόκοσμος -η, -ο
✦ που ζει μακριά από τον κόσμο, που αποφεύγει τις συναναστροφές
✦ ο μη γήινος, που ανήκει σε άλλον κόσμο, θαυμαστός: απόκοσμη ομορφιά
✦ μυστηριώδης: το απόκοσμο όραμα της κόλασης (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
ακοινώνητος, μισάνθρωπος
Αντίθετα
κοσμικός, κοινωνικός
Επιρρήματα
απόκοσμα