crash Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply crashΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/crash.mp3{kræʃ} (Ουσιαστικό)● κρότος● σπάσιμο● βρόντος● τρακάρισμα● πάταγος● δυστύχημα● σύγκρουση● λινό ύφασμα● χονδρό ύφασμα (Ρήμα)● σπάζω με κρότο● συντρίβω● συντρίβομαι● χρεοκοπώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση