conviction Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply convictionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/conviction.mp3{kən’vıkʃən} (Ουσιαστικό)● καταδίκη● πεποίθηση● πίστη● φρόνημα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση