αποκαίγω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαίγω αρχαία ελληνική ἀπο-καίω
Ερμηνεία
αποκαίγω
✦ κ. αποκαίγω ρ. (απόκ-αψα, -άηκα, -αμένος) καίω κάτι εντελώς, κατακαίω: είχανε πάρει φωτιά κι αποκαιγόντανε γρήγορα (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ (μέσ.) αποκαί(γ)ομαι, (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά: βαρύς ο χειμώνας και αποκάηκαν οι λεμονιές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–