concourse Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply concourseΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/concourse.mp3{‘kɒnkɔ:rs} (Ουσιαστικό)● τόπος συγκεντρώσεως● συρροή● αίθουσα σιδηροδρομικού σταθμού● συνάθροιση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση