άβαθος
Προφορά
Ετυμολογία
άβαθος ἀ στερητικό + βάθος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άβαθος -η, -ο
✦ ο χωρίς βάθος, ρηχός: και τα νεράκια τ’ άβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάρια (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) επιπόλαιος
Συνώνυμα
Αντίθ. βλ. αβαθής
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άβαθα