concern
Προφορά
{kən’sɜ:rn}
(Ουσιαστικό)
● φροντίδα
● ανησυχία
● μέριμνα
● υπόθεση
● σχέση
● συμφέρο
● εμπορικός οίκος
(Ρήμα)
● αφορώ
● νοιάζομαι
● ανησυχώ
● ενδιαφέρω
└[Εκφράσεις]┘
● as concerns = όσο αφορά
● as far as that concern = όσο αφορά
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση