conceited Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply conceitedΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/conceited.mp3{kən’si:tıd} (Επίθετο)● επηρμένος● φαντασμένος● αλαζονικός● ματαιόδοξος● ξιπασμένος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση