compunction Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply compunctionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/compunction.mp3{kəm’pʌŋkʃən} (Ουσιαστικό)● τύψεις συνειδήσεως● μεταμέλεια● ενδοιασμός● τύψη Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση