compulsive


compulsive
Προφορά

{kəm’pʌlsıv}

(Επίθετο)
● αναγκαστικός
● καταπιεστικός
● παθολογικός
● πιεστικός
● τυραννικός
● υποχρεωτικός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.