compulsive Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply compulsiveΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/compulsive.mp3{kəm’pʌlsıv} (Επίθετο)● αναγκαστικός● καταπιεστικός● παθολογικός● πιεστικός● τυραννικός● υποχρεωτικός Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση