compulsion


compulsion
Προφορά

{kəm’pʌlʃən}

(Ουσιαστικό)
● καταναγκασμός
● αναγκασμός
● εξαναγκασμός
● ζόρι
● πίεση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.