compound interest Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply compound interestΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/compound-interest.mp3 (Ουσιαστικό)● ανατοκιζόμενο επιτόκιο● ανατοκισμός● επιτόκιο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση