compost Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply compostΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/compost.mp3{‘kɒmpəʋst} (Ουσιαστικό)● λίπασμα από φύλλα● κοπρόχωμα● φουσκί (Ρήμα)● φουσκίζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση