αποθησαύριση


αποθησαύριση
Προφορά

Ετυμολογία
αποθησαύριση αποθησαυρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποθησαύριση

✦ αποταμίευση
(μτφ. ) συγκέντρωση γνωστικών στοιχείων, επιστημονικού υλικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.