coinage Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply coinageΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/coinage.mp3{‘kɔınıdʒ} (Ουσιαστικό)● νομισματοκοπία● νεολογισμός● νομισματικό σύστημα χώρας● νομισματοκοπή Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση