coin


coin
Προφορά

{kɔın}

(Ουσιαστικό)
● κόπτω νομίσματα
● νόμισμα
● κέρμα

(Ρήμα)
● επινοώ
● κόβω νομίσματα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.