coil


coil
Προφορά

{kɔıl}

(Επίθετο)
● κότσος

(Ουσιαστικό)
● κουλούρα
● ταραχή
● έλιξ
● σπείρα

(Ρήμα)
● συσπειρώνω
● τυλίγω
● περιτυλίσσομαι
● συσπειρώμαι
● περιτυλίσσω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.