cockpit


cockpit
Προφορά

{‘kɒk,pıt}

(Ουσιαστικό)
● στίβος κοκκορομαχιών
● πεδίο μαχών
● θέση αεροπόρου
● καμπίνα πιλότου

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.