carriage


carriage
Προφορά

{‘kærıdʒ}

(Ουσιαστικό)
● άμαξα
● όχημα
● βαγόνι
● μεταφορικά
● μεταφορά
● παράστημα
● κορμοστασία
● βάδισμα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.