cap Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply capΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/cap.mp3{kæp} (Ουσιαστικό)● κάψουλα● καπέλο● κασκέτο● σκούφος● καπάκι● τραγιάσκα● κάλυμμα● καψούλι● πηλήκιο● πώμα● τάπα● κούκος (Ρήμα)● καλύπτω● υπερτερώ● υπερβάλλω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση