canker


canker
Προφορά

{‘kæŋkər}

(Ουσιαστικό)
● έλκος του στομάχου
● πληγή
● σαράκι
● φαγέδαινα
● καρκίνωμα

(Ρήμα)
● κατατρωώω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.