απαρχαιωμένος


απαρχαιωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
απαρχαιωμένος μτχ. παθ. πρκ. απηρχαιωμένος του αρχαίου ελληνικού ρ. ἀπαρχαιόομαι -οῦμαι

Ερμηνεία
απαρχαιωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ απηρχαιωμένος, -η, -ον) ξεπερασμένος, ασυγχρόνιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.