abortionist Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply abortionistΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/abortionist.mp3{ə’bɔ:rʃənıst} (Ουσιαστικό)● ενεργών εκτρώσεις (ιατρός ή άλλο πρόσωπο)● αυτός που επιχειρεί έκτροση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση