abode


abode
Προφορά

{ə’bəʋd}

(Ουσιαστικό)
● τόπος διαμονής
● κατοικία
● καταφύγιο
● διαμονή
● – αόρ. του ‘abide’

└[Εκφράσεις]┘
● of no fixed abode = χωρίς μόνιμη κατοικία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.