άγουρος
Προφορά
Ετυμολογία
άγουρος μεσαιωνική ελληνική ἄγουρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγουρος -η, -ο
✦ ο μη ώριμος, που δεν είναι στην ώρα του
✦ (για πρόσωπα) που δεν έφτασε ακόμη στην τέλεια ανάπτυξη: ένας άγουρος, ένας καλός στρατιώτης (δημ. τραγ.) – τα μικρά άγουρα κορίτσια με το αγορίσιο άνηβο κορμί (Μ. Καραγάτσης)
✦ πρόωρος
Συνώνυμα
αγίνωτος, αμέστωτος
Αντίθετα
ώριμος, γουρμασμένος
Επιρρήματα
–