abbreviate Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply abbreviateΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/a/abbreviate.mp3{ə’bri:vı,eıt} (Ρήμα)● συγκόπτω● συντέμνω● βραχύνω● συντομεύω● συγκόπτω-λέξη Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση