αγουροξυπνώ
Προφορά
Ετυμολογία
αγουροξυπνώ άγουρος + ξυπνώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγουροξυπνώ -άς, -ά
✦ (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα, χωρίς να έχω χορτάσει τον ύπνο: αγουροξύπνησε και είναι κακόκεφος
✦ (μτβ.) ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τον σηκώνω από τον ύπνο: με τη φασαρία που έκανε, αγουροξύπνησε τα παιδιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–