άουτ


άουτ
Προφορά

Ετυμολογία
άουτ └αγγλ┘out (= έξω)

Ερμηνεία
άουτ

✦ άκλ. αθλητικός όρος που σημαίνει ότι η σφαίρα (ποδοσφαίρου, μπάσκετ ή άλλων αθλοπαιδιών) βγήκε έξω από τα όρια του αγωνιστικού χώρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.