ωτοσκόπιο


ωτοσκόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
ωτοσκόπιο └γαλλ┘ otoscope

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ωτοσκόπιο

✦ όργανο για την εξέταση του έξω ακουστικού πύρου και του τυμπάνου του αφτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.