ώσπου
Προφορά
Ετυμολογία
ώσπου └φρ┘ως + που
Ερμηνεία
ώσπου
✦ σύνδ. χρονικός σύνδεσμος που εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις· συντάσσεται: α) με οριστική: παρακολούθησε το παιδί με τα μάτια, ώσπου χάθηκε (Ζαχ. Παπαντωνίου) β) με υποτακτική: περίμενε ώσπου να ντυθώ – καλύτερα είναι να καθίσω, ώσπου να βγει το φεγγάρι (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–