ωοθήκη
Προφορά
Ετυμολογία
ωοθήκη ωόν + θήκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ωοθήκη
✦ ο γεννητικός αδένας της γυναίκας και των θηλυκών ζώων όπου σχηματίζονται τα ωάρια
✦ (βιολ.) τμήμα του υπέρου του άνθους, όπου σχηματίζεται το ωάριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–