ωογένεση


ωογένεση
Προφορά

Ετυμολογία
ωογένεση ωόν + γίγνομαι• μετάφραση του └γαλλ┘ όρου ovogenese

Ερμηνεία
ωογένεση

(βιολ.) παραγωγή θηλυκών γεννητικών κυττάρων στο σώμα των διαφόρων οργανισμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.