ωμοφόριο


ωμοφόριο
Προφορά

Ετυμολογία
ωμοφόριο μεταγενέστερη ελληνική ὠμοφόριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ωμοφόριο

✦ (εκκλησ.) αρχιερατικό άμφιο που φέρεται στους ώμους και περιβάλλει τον τράχηλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.