ωμιαίος


ωμιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
ωμιαίος αρχαία ελληνική ὠμιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ωμιαίος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.