ψωνίζω


ψωνίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ψωνίζω μεσαιωνική ελληνική ψωνίζω

Ερμηνεία
ρήμα ψωνίζω

✦ αγοράζω τρόφιμα ή άλλα χρήσιμα είδη
✦ αγρεύω γυναίκα του δρόμου
✦ φρ. την ψώνισε, τρελάθηκε, του ‘στριψε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.