ψυχορραγώ
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχορραγώ αρχαία ελληνική ψυχορραγέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψυχορραγώ -είς, -εί
✦ είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια
✦ (μτφ. ) βρίσκομαι κοντά στο τέλος μου: ψυχορραγούσε η δικτατορία των συνταγματαρχών
Συνώνυμα
χαροπαλεύω, ψυχομαχώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–