ψυχονεύρωση
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχονεύρωση ψυχή + νεύρωση• απόδοση του └γαλλ┘ όρου psychonévrose
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψυχονεύρωση
✦ ψυχική διαταραχή κατά την οποία κυριαρχούν στην προσωπικότητα αισθήματα άγχους, έμμονες ιδέες, ψυχαναγκασμοί, χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις ασθενείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–