ψυχολογία
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχολογία └γαλλ┘ psychologie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ψυχολογία
✦ επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών του ανθρώπου
✦ βιβλίο, σύγγραμμα που πραγματεύεται σχετικά θέματα
✦ (συνεκδ.) το σχετικό μάθημα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
✦ η ψυχοσύνθεση, η ψυχική κατάσταση προσώπου ή ομάδας προσώπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–