ψιμύθιο
Προφορά
Ετυμολογία
ψιμύθιο αρχαία ελληνική ψιμύθιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψιμύθιο
✦ ανθρακικός μόλυβδος με λευκό χρώμα, που χρησιμοποιούσαν παλιότερα για να λευκαίνουν την επιδερμίδα τους
✦ κάθε καλλυντική ουσία, το φτιασίδι
✦ (μτφ. ) στολίδι: αυτή εξάλλου, η κατάφορτη σε ψιμύθια ρητορικής όψη της πολιτικής εξηγεί και τις παθολογικές της σχέσεις με τον έλλογο πολιτισμό (Δ. Μαρωνίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–