ψιμάρι


ψιμάρι
Προφορά

Ετυμολογία
ψιμάρι όψιμος + αρνί

Ερμηνεία
ψιμάρι

✦ αρνί όψιμο
(μτφ. ) άνθρωπος αφελής, απονήρευτος (εύχρ. ιδ. ο υποκοριστικός τύπος ψιμαράκι)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.