ψηφί
Προφορά
Ετυμολογία
ψηφί μεταγενέστερη ελληνική ψηφίον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ψῆφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψηφί
✦ το ψηφίο
✦ η ψηφίδα: με το κερί, με το ψηφί, με τη φωτιά και μ’ όλη του κοντυλιού τη μαστοριά (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–