ψηλώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ψηλώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/ψηλώνω.mp3Ετυμολογίαψηλώνω μεσαιωνική ελληνική ψηλώνω Ερμηνεία└ρήμα┘ ψηλώνω ✦ κάνω κάτι ψηλό ή ψηλότερο, δίνω ύψος ✦ (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλός Συνώνυμαυψώνω Αντίθετακονταίνω, χαμηλώνω Επιρρήματα–