ψέμα
Προφορά
Ετυμολογία
ψέμα μεσαιωνική ελληνική ψέμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψέμα
✦ λόγος όχι αληθινός, ψευτιά, ψεύδος
✦ φρ. σώθηκαν τα ψέματα, η κατάσταση είναι σοβαρή – ψέμα με ουρά, χονδροειδές – με τα ψέματα, με ασήμαντα μέσα – στα ψέματα, όχι αληθινά, όχι πραγματικά: έκανε τον άρρωστο στα ψέμματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αλήθεια
Επιρρήματα
–