ψαρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ψαρεύω ψάρι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψαρεύω
✦ ασχολούμαι επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με το πιάσιμο ψαριών, με την αλιεία
✦ ανασύρω κάτι από το βυθό
✦ (μτφ. ) προσπαθώ, με τρόπο, να αποσπάσω μυστικά
✦ φρ. ψαρεύω στα θολά νερά, επωφελούμαι από ανώμαλες καταστάσεις ή δημιουργώ σύγχυση για να επιτύχω ωφελήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–