ψαλμωδώ


ψαλμωδώ
Προφορά

Ετυμολογία
ψαλμωδώ μεταγενέστερη ελληνική ψαλμωδέομαι

Ερμηνεία
ρήμα ψαλμωδώ -είς, -εί

✦ ψάλλω εκκλησιαστικούς ύμνους: θα τον εδιάβαζα ψαλμωδώντας, όπως ψέλνουν σήμερα στις εκκλησίες (Γ. Σεφέρης)
✦ συνθέτω εκκλησιαστικούς ύμνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.