ψαλιδοκέρι
Προφορά
Ετυμολογία
ψαλιδοκέρι ψαλίδι + κερί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψαλιδοκέρι
✦ λαβίδα που χρησιμεύει για τον καθαρισμό της άφτρας του κεριού
✦ (σκωπτ.) κατά τους χρόνους της Ελληνικής Επαναστάσεως, το ευρωπαϊκό σχιστό παλτό
✦ (μτφ. ) αλαζόνας, επιπόλαιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–