χημεία
Προφορά
Ετυμολογία
χημεία μεταγενέστερη ελληνική χημεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χημεία
✦ η επιστήμη που μελετά τη σύσταση, τις ιδιότητες των σωμάτων, καθώς και τις άλλες επιδράσεις μεταξύ τους
✦ (συνεκδ.) το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία
✦ χημεία τροφίμων, κλάδος της χημείας που μελετά τη σύσταση, την παραγωγή και τις ιδιότητες των τροφίμων
✦ (μτφ. ) έλξη μεταξύ προσώπων, αλληλεπίδραση: είναι και θέμα χημείας οι σχέσεις του ζευγαριού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–