αντοχή
Προφορά
Ετυμολογία
αντοχή μεταγενέστερη ελληνική ἀντοχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντοχή
✦ δύναμη αντιστάσεως σε καταστροφική ενέργεια
✦ υπομονή
✦ (για πρόσ.) η αντίσταση σε ψυχολογικές πιέσεις
✦ (για πράγμ.) αντίσταση σε φθορά, ανθεκτικότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–