χάκερ
Προφορά
Ετυμολογία
χάκερ └αγγλ┘hacker
Ερμηνεία
χάκερ
✦ άκλ. ουσ. αυτός που, μέσω του δικού του ηλεκτρονικού υπολογιστή, επεμβαίνει καταχρηστικά στη μνήμη ή το πρόγραμμα ενός άλλου ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ηλεκτρονικού συστήματος: οι χάκερ έβαλαν στον στόχο και τις νέες τραπεζικές υπηρεσίες που διατίθενται μέσω ίντερνετ (Ελευθεροτυπία) – 17χρονος Ρουμάνος χάκερ… έχει καταφέρει να διεισδύσει μέσω του υπολογιστή του και του ίντερνετ στα μυστικά αρχεία του FBI, του Πενταγώνου και της NASA (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–